- πολύφιλτρος
- -ον, Ααυτός που έχουν επενεργήσει επάνω του πολλά ερωτικά φίλτρα, πολύ ερωτευμένος, ερωτοχτυπημένος («ἀνήρ τις πολύφιλτρος ἀπηνέος ἤρατ' ἐφάβω», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + φίλτρον «ερωτικό φίλτρο, αγάπη»].
Dictionary of Greek. 2013.